Χριστίνα Νικηταρά

 

Δρ. Φιλοσοφίας

 

Διευθύντρια Δ/νσης Δ.Ε. Δυτ. Αττικής

 

Η διδακτική αξιοποίηση του περιβάλλοντος στα λογοτεχνικά κείμενα της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης

 

Η συνδιάσκεψη του ΟΗΕ στη Στοκχόλμη για το ανθρώπινο περιβάλλον στα 1972 ήταν η απαρχή για την προστασία του περιβάλλοντος. Τα 113 κράτη που συγκεντρώθηκαν εκεί οριοθέτησαν τα δικαιώματα των ανθρωπίνων κοινωνιών και των πολιτών τους σε ένα υγιές και παραγωγικό περιβάλλον. Είκοσι χρόνια αργότερα, στα 1992 στο Ρίο ντε Τζανέιρο έγινε η συνδιάσκεψη του ΟΗΕ για το περιβάλλον και την ανάπτυξη. Ο προβληματισμός για το περιβάλλον προχώρησε στην εμβάθυνση του προβλήματος της παγκόσμιας περιβαλλοντικής κρίσης και προσέγγισε τις πολιτικές και οικονομικές παραμέτρους στα πλαίσια της αναπτυξιακής διαδικασίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι στη διακήρυξη του Ρίο ενώ δεν ορίζονται οι παράγοντες που συνιστούν την έννοια του περιβάλλοντος εξαίρεται ο κεντρικός σημαντικός παράγοντας των προϋποθέσεων για το περιβάλλον που είναι ο άνθρωπος. Επίσης είναι σημαντικό ότι στην οδηγία 92/43 της ΕΟΚ της 21ης Μαΐου του 1992 αναφέρεται ότι η προστασία, η διατήρηση ή η βελτίωση του περιβάλλοντος συμπεριλαμβάνει τη διατήρηση των οικοτόπων και τις οικονομικές, κοινωνικές, πολιτιστικές και περιφερειακές απαιτήσεις, διότι η διατήρηση της βιοποικιλότητας ενδέχεται να απαιτεί τη διατήρηση ή και την ενθάρρυνση των ανθρωπίνων δραστηριοτήτων. Στη Φιλανδία τι σύνταγμα της χώρας του 1919 στο άρθρο 14α ορίζει ότι κάθε πολίτης φέρει την ευθύνη για τη φύση, τη ποικιλία της, την πολιτιστική και περιβαλλοντική κληρονομιά. Στην Ελλάδα στο άρθρο 2 του ν. 1650/1986 η έννοια του περιβάλλοντος περιλαμβάνει το σύνολο των φυσικών και ανθρωπογενών παραγόντων και στοιχείων, τα οποία βρίσκονται σε αλληλεπίδραση και επηρεάζουν την οικολογική ισορροπία, την ποιότητα της ζωής, την υγεία των κατοίκων, την ιστορική και πολιτιστική παράδοση και τις αισθητικές αξίες. Ανάμεσα στις 500 περίπου συνθήκες που έγιναν μετά το 1992 ως σήμερα, τους σχεδιασμούς και τον προγραμματισμό για το περιβάλλον συγκαταλέγεται η περιβαλλοντική εκπαίδευση, τα εξειδικευμένα εκπαιδευτικά προγράμματα, η ένταξη στα εκπαιδευτικά προγράμματα ειδικών συστημάτων προώθησης της σφαιρικής έννοιας του αναπτυξιακού φαινομένου, η προσαρμογή της εκπαίδευσης στις ανάγκες της αειφόρου ανάπτυξης. Η φιλοσοφία περί της φύσεως και της αειφορίας είναι ουσιαστικά η επιβεβαίωση για την ενότητα του κόσμου και του ανθρώπου η οποία με την σκόπιμη ή αναπόφευκτη διάσπασή της επέφερε ρήξη στους φυσικούς αρμούς και επηρέασε αντίστοιχα την φυσιολογία και την ψυχολογία του ανθρώπου. Μετά από την πάροδο δεκάδων αιώνων οι οποίοι εξυπηρέτησαν τον κατακερματισμό αυτής της ενότητας η φιλοσοφία αναλαμβάνει την αποκατάστασή της. Ο ολισμός ως φιλοσοφικός τρόπος καθολικής εποπτείας του παντός ανασύρει προσωποκρατικές και ιπποκρατικές λογικές για να ενισχύσει τον άνθρωπο και το περιβάλλον. Στην πορεία όλων αυτών των περιβαλλοντικών και φιλοσοφικών ανακατατάξεων η λογοτεχνία ακολουθεί τη δική της σταθερή πορεία. Θεμελιωμένη στο δικό της λογοτεχνικό ασυνείδητο είναι ο μαγικός πόλος έλξης του ενδιαφέροντος κάθε εποχής. Αποτελεί τον στίβο των πανανθρώπινων αναμετρήσεων με όρια ή χωρίς όρια με προοπτική το απόλυτο ή το τίποτα. Ο Ελύτης εύστοχα παρατηρεί:

 

«Από την 11η π.Χ. εκατοεντηρίδα ως τον 20ο αιώνα μ.Χ κι από τους πρώτους ιερείς του Θιβέτ ως τους σημερινούς υπερρεαλιστές της Ευρώπης, η ανθρωπότητα δεν έπαψε ούτε μια στιγμή μέσα στις μύριες της άλλες έννοιες, να παρακολουθεί το παράλογο τούτο φαινόμενο που ονομάζεται ποιήση. Τολμώ να λέω παράλογο γιατί ποτέ σε καμιά εποχή, ούτε και στην πιο κλασσική ακόμη δε θα έφτανε η λογική μόνη της να κλείσει στους κόλπους της και να δικαιώσει τη πράξη του ανθρώπου εκείνου που επιχειρεί έξαφνα, συνδυάζοντας ρυθμικά πολλές ή λίγες λέξεις να αποδώσει… ξέρω κι εγώ τι… τον κόσμο, τον εαυτό του, το άγνωστο έστω σημείο χ της ψυχής του (1). Με ένα τρόπο επίσης έμμεσο και αποφατικό καταγράφεται το περιεχόμενο της λογοτεχνίας από ένα Γάλλο διανοητή, τον Ε. Junger:

 

«Αν το έντιμο κοινό αποδεικνύεται ανίκανο να κατανοήσει αυτήν ή εκείνη την παρατήρηση, δεν είναι μόνο γιατί αγνοεί

 

τη Βίβλο

 

τις αρχαίες γλώσσες

 

την ιστορία

 

τη μυθολογία

 

την κλασσική και παγκόσμια λογοτεχνία

 

αλλά επίσης και γιατί δεν κατέχει

 

τα εργαλεία της γλώσσας

 

τη γραμματική

 

τη μετρική

 

την ετυμολογία

 

τη μαγεία των ήχων.» (2)

 

Έτσι λοιπόν η λογοτεχνία συνδέεται με τον άνθρωπο και το περιβάλλον κατά τρεις τρόπους:

 

1.Μετέρχεται την αποκτημένη εμπειρία του

 

2.Διαμεσολαβεί στις ψυχοπνευματικές και σωματικές του αισθήσεις διαλεκτικά και αμφίδρομα.

 

3.Ανατέμνει το περιβάλλον και αναδομεί τις προϋποθέσεις του θέτοντας τους όρους της αυτοαγωγής και της διακονίας.

 

Για τους τρεις ανωτέρω λόγους η λογοτεχνία έχει τη νοοτροπία και τη δυνατότητα της καθολικής εποπτείας επί της φύσεως και της ζωής, βρίσκεται άρα συντονισμένη με τις επιδιώξεις της ολιστικής φιλοσοφίας.

 

Η διαθεματικότητα είναι μια αντίστοιχη εκπαιδευτική και διδακτική πρακτική η οποία οργανώνει σε μια διαδραστική σχέση τα γνωστικά αντικείμενα. Η επιδιωκόμενη αυτή διδακτική στροφή από την κατακερματισμένη επιστημονική πραγματικότητα και την παραδοσιακή εξειδίκευση στην ολιστική συγκρότηση της πραγματικότητας και της γνώσης επιτυγχάνεται σχεδόν φυσικά στη λογοτεχνία. Με τρόπο συστηματικό και επιτηδευμένο ή αυθόρμητα και υπό το κράτος της έμπνευσης ο λόγος μετέρχεται το κεκτημένο σύνολο της γνώσης ή δείχνει το δρόμο για μια καθολική μέθεξη της ουσίας των πραγμάτων και της αλήθειας.

 

Η τυπική και φυσική αποστολή της λογοτεχνίας είναι να εξασφαλίσει το πεδίο συνέχειας, διάσωσης και κατάφασης του ανθρώπου. Παράλληλα επιτυγχάνει να αποκρυπτογραφήσει την ατμόσφαιρα της εποχής με τον δικό της γλαφυρό τρόπο. Ο Edgar Morin αναφερόμενος στους κινδύνους για τον σύγχρονο πολιτισμό παρατηρεί ότι ο εχθρός της σύγχρονης Ευρώπης είναι απρόσωπος, είναι το ίδιο το μηδέν, όπως προφητικά είχε εξαγγείλει ο Νίτσε και συμπίπτει με την κρίση του ανθρωπισμού, την κρίση του λόγου, την κρίση της προόδου, την αλόγιστη αισιοδοξία και την εξαρτημένη απαισιοδοξία (3). Στο ίδιο μοτίβο o Henri LeFebre τονίζει την τρομακτική επανάληψη του Θανάτου (4).

 

Το περιβάλλον στον πλήρη ορισμό του, ως ορίζοντας δηλαδή και ως βάση, ως προοπτική, ως ουσία και φαινόμενο, ως γλώσσα, ως άνθρωπος, ως κοινωνία, ως κόσμος και φύση, ως ύλη και Θεός, ως ζωή και θάνατος, το όλον δηλαδή υπάρχει σχεδόν παντού, ως άμεσο θέμα ή ως έμμεση αναφορά και υπαινιγμός, αναλύεται, περιγράφεται και περιλαμβάνεται στα λογοτεχνικά δρώμενα.

 

Με τον αρχέγονο θαυμασμό, την απορία και τον φόβο, όπως αυτά πρόκυπταν από τις φυσικές εικόνες ή με την εκ φύσεως γνωστική όρεξη η λογοτεχνία γίνεται εποπτεία και εικόνα, περιπέτεια με άπειρα ακουστικά, οπτικά, απτικά ερεθίσματα και απίθανες διεξοδικές περιγραφικές λεπτομέρειες. Η λογοτεχνία περί της φύσεως είναι μια τομή της ανεικονικής πραγματικότητας με εικόνες, χρώματα, ήχους, αισθήματα, επιθυμίες και βούληση.

 

Γι’ αυτό, εκτός από τη ναρκισιστική αυτοέκφρασή της, η λογοτεχνία επιδιώκει και έναν υψηλότερο στόχο. Την αναγωγή της συνείδησης από τον κομφορμισμό στην ελευθερία και από την επιφάνεια σε μια διεισδυτική εσωτερική πορεία. Το κείμενο είναι κατά τον Umberto Eco μια νωχελική μηχανή που απαιτεί από τον αναγνώστη μια πεισματώδη συνεργατική δράση για να καλύψει τους χώρους του μη ειπωμένου ή του ήδη ειπωμένου που έμειναν κενά (5).

 

«Διαβάζω σημαίνει συνάγω, συνεικάζω, συμπεραίνω με αφετηρία το κείμενο, ένα πιθανό συγκείμενο που η συνέχεια της ανάγνωσης θα πρέπει ή να επιβεβαιώσει ή να διορθώσει (6).

 

Στην αναγνωστική προσπάθεια συνεισφέρει η ίδια αυτή η περί φύσεως λογοτεχνία με τη διαχείριση μέσα στο κείμενο εναλλακτικά όλων των διδακτικών τρόπων, με τον λεκτικό πλούτο και τα συμπληρωματικά μέσα (ήχος, εικόνα, κυριολεξία, αλληγορία, σύνθεση, ανάλυση). Γύρω από το περιβάλλον καλλιεργείται μια ποικιλότροπη προσέγγιση με την εναλλαγή όλων των διδακτικών μεθόδων, (παραγωγική ή επαγωγική, επιδεικτική ή ερμηνευτική) και συνδέει διαλεκτικά τον μελετητή από το κείμενο στην πραγματικότητα και αντίστροφα και τελικώς εκεί όπου ο προβληματισμός επιτρέπει στη διατύπωση της αλήθειας.

 

H προοδευτική αξιοποίηση των φυσικών συμβόλων φτάνει στην απόλυτα αφαιρετική αναφορά της σε κείμενα πολιτικού, ανθρωπολογικού ή μεταφυσικού περιεχομένου. Το ποτάμι του Αντώνη Σαμαράκη (7), Το Φράγμα του Σπύρου Πλασκοβίτη (8), Σώματα και χρώματα του Τάκη Κουφόπουλου (9), κινούνται μέσα στα πλαίσια της διαπίστωσης, της έκφρασης και της πρόκλησης, ενός υπεραισθητικού προβληματισμού που είναι όμως απόλυτα προσγειωμένος και ριζωμένος στα φυσικά, κοινωνικά και πολιτικά δρώμενα. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι στις διατυπώσεις αυτές ο λογοτέχνης διακατέχεται από τα αδιέξοδα της σύγχρονης σκέψης και μέσα σε αυτά περιέρχεται μόνο εκφραζόμενος, χωρίς δηλαδή να προτείνει διεξόδους ή λύσεις.

 

Στα ίδια πλαίσια κινούνται και αποσπάσματα άλλων λογοτεχνών, το Πείραμα του Κώστα Παραρίτη (10), Αρχαίοι Άνθρωποι της Ανατολής του Φώτη Κόντογλου, Τα σχολεία κτίστε του Κωστή Παλαμά (11), η Πέρδικα της Σκύρας της Έλλης Αλεξίου (12).

 

Όσα είναι δύσκολο να διατυπωθούν με τους νόμους της λογικής και του συναισθήματος ακολουθούν τη σιωπή, την αμετροέπεια και την υπερβολή, την αλληγορία και το σύμβολο.

 

Είναι γνωστό, όπως έλεγε ο Δημόκριτος ότι στο βυθό υπάρχει ο νόμος. Έλεγε επίσης και ο Ηράκλειτος ότι η φύση κρύπτεσθαι φιλεί ή κρείττω η αφανής της φανεράς αρμονίας. Κάτω από την περιγραφή υπάρχει η εσωτερική σημασία και μέσα στα πράγματα ισχύει ο ξεκάθαρος νόμος.

 

«Είναι γνωστό ότι στο βυθό ένας νόμος υπάρχει. Το δίκαιο του ισχυρότερου. Αυτό ρυθμίζει τις σχέσεις των ψαριών. Είσαι ισχυρός ; Έχεις δίκιο. Είσαι αδύνατος, έχεις άδικο. Έχεις στόμα μεγάλο και σαγόνια γερά ; Τρως! Έχεις στόμα μικρό και σαγόνια αδύνατα ; Τρώγεσαι! Μη στεναχωριέσαι όμως…» θα υποστηρίξει ο Θέμος Ποταμιάνος, στους ακόλουθους της τράτας (13).

 

Άμεσα ή προοπτικά ο άνθρωπος καταφάσκεται. Καταφάσκονται μαζί του και οι αξίες. Γκρεμίζονται τα οικοδομήματα της αυταπάτης, της χίμαιρας και της ναρκισιστικής αυτοθέασης. Μπαίνουν οι βάσεις της ζωής.

 

O Αριστοτέλης θα έλεγε «από τα καθ’ έκαστον επί τα καθ’ όλου έφοδος» (τοπ. Α, 12, 105α ) αλλά και αντίθετα, δήλοι από «τα καθ’ όλου έφοδο» στα καθ’ έκαστον.

 

Η φυσική περιγραφή φτάνει στην απόλυτη απόδοσή της με την ανατροπή δι’ αυτής των φυσικών εικόνων. Ένα τέτοιο τυπικό παράδειγμα αποτελεί το απόσπασμα, Το Φύλο, του Βασίλη Βασιλικού (14).

 

Εκεί οικογενειακές εμπειρίες, σχέσεις, ασυνείδητοι πόθοι, σκοτάδι και φως, ελπίδα και απελπισία, έρωτας και μίσος, κτητικότητα και ανεξαρτησία, τρόμος και θαυμασμός, μια ακατάσχετη αλληγορία που εκτυλίσσεται από το ασυνείδητο στο συνειδητό σε ένα φυσικό παράδοξο. Στο δοκίμιο του Αλεξ. Αργυρίου «Η Πραγματικότητα και η Υπερπραγματικότητα», (15) αποδίδεται σε γενικές γραμμές ο χαρακτήρας της λογοτεχνικής πραγματικότητας ο οποίος χωρίς να ταυτίζεται απόλυτα με την πραγματικότητα ή χωρίς να είναι αυθαίρετη στοιχειοθετείται από ρεαλιστικά, υπερ-ρεαλιστικά., ιστορικά και εσωτερικά στοιχεία έτσι ώστε να είναι πλουσιότερη, ισχυρότερη και ανθεκτικότερη από τη φαινόμενη και παροδική πραγματικότητα. Είναι η ανά-γνωση της πραγματικότητας και η πρόκληση για την αναγνώριση μέσα σε αυτήν της αντικειμενικότητας.

 

Πλούσια επίσης είναι η οικολογική προβληματική σε όλες τις δυνατές λογοτεχνικές διατυπώσεις με τρόπο διεξοδικό ή σύντομο, ποιητικά ή πεζά, λυρικά ή επικά, ανάλογα με το θέμα.

 

Σύμφωνα με τον ορισμό της υποβάθμισης, της πρόκλησης δηλαδή από ανθρώπινες δραστηριότητες ρυπάνσεως ή οποιασδήποτε άλλης μεταβολής στο περιβάλλον, η οποία είναι πιθανόν να έχει αρνητικές επιπτώσεις στην οικολογική ισορροπία, στην ποιότητα ζωής και στην υγεία των κατοίκων, στην πολιτιστική και ιστορική κληρονομιά και στις αισθητικές αξίες (ν. 1650/86 άρθρο 2) η λογοτεχνική αναφορά είναι ευρύτατη και θίγει όλο το φάσμα του ορισμού.

 

Από τη συλλογή Το σκοτωμένο Αίμα, το απόσπασμα Φωτιά στο δάσος του Κώστα Παπαγεωργίου (16), η Άνοιξη του Επαμεινώνδα Γονατά (17) και η Νεκρή Φύση σε Κήπο του Γιάννη Βαρβέρη (18) είναι σύντομα λογοτεχνήματα όπου με φυσικές αποτυπώσεις, με διατυπωμένες συναισθηματικές και λογικές ανησυχίες εκφράζονται τα προβλήματα της οικολογικής κρίσης με υπαινικτικές διεξόδους στην καθαρή φυσική εικόνα ή στην αποκατάσταση της φθοράς.

 

 

Εκ των ανωτέρω συνάγονται τα ακόλουθα:

 

Η περί της φύσεως λογοτεχνία αξιοποιεί τον ορισμό για το περιβάλλον συνολικά και σε όλα τα συστατικά του σημεία.

 

Αναπόφευκτα η προκύπτουσα προβληματική αποκτά ηθικό, πολιτικό, οικονομικό και πολιτιστικό χαρακτήρα.

 

Μορφολογικά είναι ρεαλιστική και ρομαντική. Αποτυπώνει δηλαδή την πραγματικότητα ενώ ταυτόχρονα ανάγεται με το όραμα στην ιδεατή πραγματικότητα.

 

Από τις ρεαλιστικές διαπιστώσεις προκύπτει η ανάγκη διατύπωσης μιας νέας δεοντολογίας η οποία υποδεικνύεται άμεσα ή έμμεσα.

 

Μέσα στα πλαίσια της λογοτεχνικής ελευθερίας η λογοτεχνία περί της φύσεως επιλέγει τον τρόπο της και επιτρέπει στον αναγνώστη να ανακαλύψει κι αυτός τον δικό του τρόπο θέασης.

 

Η λογοτεχνία περί της φύσεως κατέχει το πολύτροπο της φύσεως γι’ αυτό είναι λόγος για τη ζωή και τον άνθρωπο.

 

Ο αναγνώστης καλείται να ακολουθήσει μέσα από τα ίχνη της λογοτεχνίας τα ίχνη της φύσεως.

 

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

 

Οδυσσέας Ελύτης, Ανοιχτά Χαρτιά, Ίκαρος, 1982, σελ. 97.

 

E. Junger, L’ auteur et l’ erriture, εκδ. Bourgeois, 1982.

 

Edgar Morin, Να σκεφτούμε τη Ευρώπη, Ελλ. Μετ. Ε. Μελοπούλου – Αλούπη, Εξάντας, Αθήνα 1991.

 

Henri Le Febre, Μηδενισμός και Αμφισβήτηση, Ελλ. Μετ. Λ. Τραυλινού, Αθήνα, ύψιλον Ι. βιβλία 1990 σελ. 91 κ.λ.

 

Eco, 1985, 9, σελ. 399.

 

Maurice Delcroix – Fermand Hallyn, Εισαγωγή στις σπουδές της λογοτεχνίας, Αθήνα 1997, εκδ. Gutenberg.

 

Κείμενα Ν.Ε. Λογοτεχνίας Γ΄Λυκείου, σελ. 231.

 

Ό.π. σελ. 201.

 

Ό.π. σελ. 280.

 

Σελ. 247, Β΄Λυκείου.

 

Σελ. 48, Β΄Λυκείου.

 

Ό.π. σελ. 53.

 

Σελ. 21, Β΄ Γυμνασίου

 

Γ΄τευχ. Κειμένων Ν.Ε. Λογ. σελ. 331.

 

Ν.Ε. Γ΄ Ε.Λ. σελ. 391.

 

Ν.Ε. Λογ. Γ΄ τευχ. Γ΄Λυκ. σελ. 130.

 

Σελ. 42 ε.α.

 

Σελ. 144 ε.α.